- καταχρηστικός
- -ή, -ό (Α καταχρηστικός, -ή, -όν) [καταχρώμαι]1. αυτός που κάνει κατάχρηση2. (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που λέγεται ή γίνεται κατά παράβαση τού κανόνα ή με υπέρβαση τού αυστηρά ορθού, κακώς εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος3. φρ. α) «καταχρηστικές δίφθογγοι» — οι δίφθογγοι ᾳ, ῃ, ῳβ) «καταχρηστικές προθέσεις» — οι προθέσεις ἄνευ, ἄχρι, μέχρι, χωρίς, ἕνεκα ή ἕνεκεν, πλήν, ὡς, χάριν, οι οποίες δεν απαντούν εν συνθέσει εκτός τής πλήννεοελλ.φρ. μαθ. «καταχρηστικό κλάσμα» — το κλάσμα τού οποίου ο αριθμητής είναι μεγαλύτερος από τον παρονομαστήαρχ.εξυπηρετικός, πρόθυμος, χρήσιμος.επίρρ...καταχρηστικώς και -ά (Α καταχρηστικώς)νεοελλ.κατά παράβαση τού κανόνα, κατ' εξαίρεσημσν.αφύσικααρχ.1. μεταφορικά, όχι κυριολεκτικά2. ανακριβώς, αδοκίμως, κατά κακή χρήση τής γλώσσας.
Dictionary of Greek. 2013.